- παπυρικός
- πᾰπῡρ-ικός, ή, όν,A of papyrus,
ἕλος BGU 1121.10
,18 (i B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἕλος BGU 1121.10
,18 (i B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παπυρικός — ή, ό / παπυρικός, ή, όν, ΝΑ [πάπυρος] ο σχετικός με τον πάπυρο («παπυρικά ευρήματα») … Dictionary of Greek